30/9/10

Υπάρχει μεγάλος αριθμός πλανητών στον γαλαξία μας που μπορούν να φιλοξενήσουν ζωή

 Ανακοινώθηκε η ανακάλυψη ενός πλανήτη στο μέγεθος της Γης που βρίσκεται σε τροχιά γύρω από το άστρο Gliese 581, σε  μια απόσταση μέσα στην "κατοικήσιμη ζώνη του άστρου", όπου το υγρό νερό θα μπορούσε να υπάρχει στην επιφάνεια του πλανήτη.
Mεταξύ των περίπου 500 γνωστών εξωηλιακών πλανητών, είναι αυτός που συγκεντρώνει τα περισσότερα χαρακτηριστικά ώστε να είναι δυνητικά κατοικήσιμος. Για τους αστρονόμους, «δυνητικά κατοικήσιμος» πλανήτης είναι αυτός που θα μπορούσε να διατηρήσει τη ζωή και δεν είναι απαραίτητα αυτός που οι άνθρωποι θα θεωρούσαν ένα ωραίο μέρος για να ζήσουν....

27/9/10

Η λειτουργία του κβαντικού επεξεργαστή

Ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη τεχνολογία που χρησιμοποιούν τα διάφορα μοντέλα κβαντικού επεξεργαστή, όλα στηρίζονται σε δύο βασικές αρχές που διέπουν τους νόμους των μικροσκοπικών σωματιδίων της ύλης και περιγράφονται από την Κβαντική Φυσική: Την αρχή της «υπέρθεσης» (superposition) και την αρχή της «διεμπλοκής» (entanglement).
Η πρώτη μας λέει ότι ένα σωματίδιο του μικρόκοσμου, που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση, τη μεταφορά και την επεξεργασία πληροφορίας (φωτόνιο, αν χρησιμοποιείται το φως και ηλεκτρόνιο, αν χρησιμοποιείται ηλεκτρισμός) μπορεί να βρίσκεται σε περισσότερες από μία καταστάσεις ταυτόχρονα - κάτι σαν τη στοιχειωμένη γάτα στο περίφημο νοητικό πείραμα του Σρέντιγκερ, η οποία μπορεί να είναι ζωντανή και νεκρή ταυτόχρονα μέχρι να ανοίξει το κουτί ο παρατηρητής.....

26/9/10

Η ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΩΝ ΚΒΑΖΑΡ, ΤΩΝ ΡΑΔΙΟΓΑΛΑΞΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΝΕΡΓΩΝ ΓΑΛΑΞΙΑΚΩΝ ΠΥΡΗΝΩΝ

Έως δεκαετία του 1920 δεν είχε αποκαλυφθεί το μυστικό της αστρικής ενέργειας. Σήμερα μπορούμε να πούμε το ίδιο για την τεράστια ενέργεια που πηγάζει από τους κβάζαρ, τους ενεργούς πυρήνες γαλαξιών και τους ραδιογαλαξίες. Γενικά πιστεύουμε πως σε κάθε μια από αυτές τις περιπτώσεις η πηγή της ενέργειας σχετίζεται με την ισχυρή βαρυτική επίδραση ενός πολύ συμπαγούς αντικειμένου – στην ιδανική περίπτωση μιας μαύρης τρύπας. Παρότι η εξήγηση αυτή είναι πολύ δημοφιλής, ορισμένοι επιστήμονες παραμένουν επιφυλακτικοί και την αμφισβητούν.
Πρώτα απ’ όλα, η δυναμική γύρω από την κεντρική περιοχή δεν παρουσιάζει καμία ένδειξη που θα πρόδιδε κίνηση ύλης προς το κέντρο, όπως θα συνέβαινε αν υπήρχε εκεί μια μαύρη τρύπα, Αντίθετα, τα στοιχεία συνηγορούν υπέρ της εκτίναξης ύλης.
Αν στην κεντρική περιοχή δρούσε μια μαύρη τρύπα, η ακτίνα Schwarzschild θα καθοριζόταν από την μάζα της. Αν μια μαύρη τρύπα έχει μάζα ένα δισεκατομμύριο ηλιακές μάζες, η ακτίνα Schwarzschild θα ήταν ίση με τρία δισεκατομμύρια χιλιόμετρα. Ένας δίσκος προσαύξησης γύρω από αυτήν θα είχε ακτίνα περίπου χίλιες φορές μεγαλύτερη, δηλαδή ίση περίπου με το ένα τρίτο του έτους φωτός. Για να μπορέσουμε να δούμε έναν τέτοιο δίσκο, όταν η πηγή βρίσκεται για παράδειγμα σε απόσταση 30 εκατομμυρίων ετών φωτός, το τηλεσκόπιο θα πρέπει να διαθέτει διακριτική ικανότητα ίση περίπου με ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου του τόξου. Τέτοια υψηλή διακριτική ικανότητα απέχει πολύ από τις διακριτικές δυνατότητες των καλύτερων οπτικών τηλεσκοπίων, συμπεριλαμβανομένου του Διαστημικού Τηλεσκοπίου Hubble. Επομένως, όταν κάποιος ισχυρίζεται ότι παρατήρησε το δίσκο προσαύξησης, στην πραγματικότητα δεν αναφέρεται στον δίσκο προσαύξησης της μαύρης τρύπας, αλλά σε έναν πολύ μεγαλύτερο δίσκο ή δακτύλιο, ο οποίος ενδέχεται να περιβάλλει το κεντρικό αντικείμενο (κατά τον ίδιο τρόπο που ο πρωτοπλανητικός δίσκος περιβάλλει ένα άστρο). Επομένως, οι ενδείξεις ύπαρξης μιας κεντρικής μαύρης τρύπας είναι πολύ θεωρητικές, καθώς βασίζονται σε ανεπιβεβαίωτες υποθέσεις.
Όταν υπολογίζουμε την παραγωγή ενέργειας από τη μαύρη τρύπα και τη μετατροπή της ενέργειας αυτής σε ακτινοβολία, θεωρούμε ότι η εκάστοτε διαδικασία πργματοποιείται με τη μέγιστη απόδοσή της. Για παράδειγμα, πρέπει πρώτα να εκτιμήσουμε τη βαρυτική ενέργεια της μαύρης τρύπας, μέσω της οποίας αποκτούν ενέργεια τα σωματίδια τα οποία εκτινάσσονται και σχηματίζουν έναν καλά ευθυγραμμισμένο πίδακα. Κατόπιν, η κινητική ενέργεια αυτών των σωματιδίων θα πρέπει να μετατραπεί σε ραδιοκύματα και σε άλλες μορφές ακτινοβολίας. Δεν είμαστε βέβαιοι ότι όλες οι παραπάνω διαδικασίες πραγματοποιούνται με τη μέγιστη απόδοσή τους, αφού δεν τις συναντάμε σε άλλους τομείς της αστρονομίας. Αν η απόδοση των διαδικασιών είναι μικρότερη, θα πρέπει να αυξήσουμε τη μάζα της μαύρης τρύπας, οπότε το μοντέλο μας χάνει μέρος της αληθοφάνειάς του.
Τα αντικείμενα στα οποία παρατηρείται ταχεία μεταβολή της παραγωγής ενέργειας πρέπει να έχουν μικρές διαστάσεις. Αυτή η απαίτηση έρχεται σε αντίθεση με την παραπάνω ανάγκη για μεγαλύτερη μαύρη τρύπα (ώστε να επιτραπεί χαμηλότερη απόδοση των διαδικασιών).
Πράγματι, οι prima facie ενδείξεις υποδεικνύουν εκτίναξη ύλης από μια συμπαγή περιοχή, η οποία θα μπορούσε να φιλοξενεί μια μαύρη τρύπα. Υπάρχει η πιθανότητα ( η οποία όμως προϋποθέτει «νέα» φυσική) να δημιουργείται εδώ η ύλη που εκτινάσσεται.
Είναι δυνατόν να περιγράψουμε μαθηματικά τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο, χωρίς να παραβιάζεται ο νόμος διατήρησης της ύλης και της ενέργειας, αν θεωρήσουμε ότι στην περιοχή δρα μια νέα θεμελιώδης αλληλεπίδραση, με αρνητική ενέργεια και αρνητικές τάσεις. Η ίδια η βαρύτητα έχει τον χαρακτήρα μιας αλληλεπίδρασης αρνητικής ενέργειας. Μια τέτοια αλληλεπίδραση οδηγεί σε μια εκρηκτική δημιουργία και εκτίναξη ύλης από τη συμπαγή περιοχή. Η ιδέα αυτής της μικροέκρηξης συνδέεται με την Quasi steady state cosmology, QSSC.

ΣΥΝΕΒΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΚΡΗΞΗ;

Η έννοια της μεγάλης έκρηξης προέκυψε καθώς προεκτείναμε την παρατηρούμενη διαστολή του σύμπαντος προς το παρελθόν, χρησιμοποιώντας τη γενική θεωρία της σχετικότητας του Einstein. Ως ενδείξεις του αρχέγονου συμβάντος, μπορούμε να αναφέρουμε το υπόβαθρο της μικροκυματικής ακτινοβολίας που παρατηρούμε σήμερα και την περιεκτικότητα σε ελαφρούς πυρήνες, η οποία δεν μπορεί να εξηγηθεί με την πυρηνοσύνθεση στο εσωτερικό των άστρων. Όμως παρά τα θετικά αυτά σημεία, η έννοια της μεγάλης έκρηξης, ενδέχεται να μην αποδειχθεί σωστή. Υπάρχουν αρκετοί λόγοι για να είμαστε τόσο αγνωκιστικές.
Πρώτον, η ίδια η έννοια της μεγάλης έκρηξης, δηλαδή μιας εποχής χωροχρονικής ανωμαλίας, δεν επιδέχεται καμιά φυσική μελέτη. Εκείνη την εποχή, η πυκνότητα και η θερμοκρασία της ύλης και της ακτινοβολίας γίνονται άπειρες, όλοι οι όγκοι συρρικνώνονται στο μηδέν και δεν μπορούν να οριστούν οι γεωμετρικές ιδιότητες του χωρόχρονου. Έτσι, η μεγάλη έκρηξη αποκτά μια μυστικιστική αύρα, η οποία δεν έχει θέση σε μια επιστημονική θεωρία. Κανονικά, αν μια φυσική θεωρία οδηγεί σε ανεπιθύμητους απειρισμούς ή μηδενισμούς φυσικών ποσοτήτων, θεωρείται ύποπτη. Επομένως, είναι θεμελιώδους σημασίας να αποκτήσουμε μια τροποποιημένη εκδοχή της θεωρίας του Einstein, η οποία θα παρακάμπτει το πρόβλημα της ανωμαλίας. Αν επιτευχθεί η συγχώνευση της κβαντικής θεωρίας με τη γενική σχετικότητα, η νέα θεωρία ίσως κατορθώσει να απαλλαγεί από το πρόβλημα της μεγάλης έκρηξης.
Αν περιορίσουμε την εφαρμογή της φυσικής στη μετά τη μεγάλη έκρηξη εποχή, μπορούμε να υπολογίσουμε την ηλικία του σύμπαντος. Αποδεικνύεται ότι βρίσκεται στην περιοχή τιμών από 8 έως 12 δισεκατομμύρια έτη για το πρότυπο Einstein – de Sitter, λαμβάνοντας υπόψη την σημερινή αβεβαιότητα για την πραγματική σταθερά του Hubble. Ωστόσο, υπάρχει μια σοβαρή ασυμφωνία μεταξύ της παραπάνω τιμής και της ηλικίας μερικών από τα γηραιότερα άστρα του Γαλαξία μας, η οποία υπολογίζεται ότι κυμαίνεται μεταξύ 13 και 17 δισεκατομμυρίων ετών. Πως μπορεί το σύμπαν να είναι νεότερο από τα συστατικά του; Η ηλικία του σύμπαντος στα μοντέλα τύπου ΙΙ (κλειστό σύμπαν) είναι ακόμη μικρότερες. Σήμερα καταβάλλονται προσπάθειες να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, προσφεύγοντας σε μοντέλα τύπου ΙΙΙ, τα οποία έχουν μικρή πυκνότητα. Ωστόσο το πρόβλημα έγκειται στο ότι υπάρχουν επιπλέον περιορισμοί, από άλλες παρατηρήσεις.
Στις εν λόγω παρατηρήσεις περιλαμβάνονται η περιεκτικότητα του σύμπαντος σε δευτέριο, οι διακυμάνσεις στο υπόβαθρο της ακτινοβολίας μικροκυμάτων που παρατηρήθηκαν από το δορυφόρο COBE και άλλους ανιχνευτές, οι πραγματικές παρατηρήσεις μεγάλης κλίμακας δομών (γαλαξιών, σμηνών, υπερσμηνών και κενών), η εμφάνιση πλήρως σχηματισμένων γαλαξιών με μεγάλες μετατοπίσεις προς το ερυθρό και η αναλογία πλούσιων σμηνών (δηλαδή σμηνών με μεγαλύτερη πυκνότητα πληθυσμού). Όλα τα παραπάνω έχουν καταστήσει αναγκαία την εισαγωγή επιπρόσθετων παραμέτρων στην θεωρία της μεγάλης έκρηξης. Μια τέτοια παράμετρος είναι η κοσμολογική σταθερά.
Τη σταθερά αυτή εισήγαγε στη γενική σχετικότητα ο Einstein, το 1917, επειδή χρειαζόταν μια κοσμική δύναμη που να εξισορροπεί τη βαρύτητα, ώστε να προκύψει ένα στατικό μοντέλο σύμπαντος. Η κοσμολογική σταθερά ουσιαστικά καθόριζε το μέγεθος αυτής της απωστικής δύναμης μεταξύ δυο οποιωνδήποτε γαλαξιών που απέχουν μεταξύ τους δεδομένη απόσταση. Αργότερα ο Einstein την εγκατέλειψε ως περιττή, όταν εδραιώθηκε η άποψη ότι το σύμπαν δεν είναι στατικό αλλά διαστελλόμενο. Σήμερα η σταθερά αυτή επανήλθε στο προσκήνιο για να υποστηρίξει το σενάριο της μεγάλης έκρηξης.
Αντί να καταφεύγουμε σε «μπαλώματα», ίσως έχει φτάσει η ώρα να επανεκτιμήσουμε τις διαθέσιμες ενδείξεις και να επιχειρήσουμε μια εξ ολοκλήρου διαφορετική προσέγγιση του θέματος. Μια νέα ιδέα που εξετάζεται σήμερα είναι κοσμολογία ημιστατικής κατάστασης (Quasi steady state cosmology, QSSC), η οποία προτάθηκε το 1993 από τούς Fred Hoyle, Geoffry Burbidge και Jayant Narlikar.
Στην κοσμολογία αυτή, η δημιουργία της ύλης στο σύμπαν δεν παραπέμπεται σ’ ένα μυστικιστικό συμβάν, όπως η μεγάλη έκρηξη, αλλά αποτελεί τμήμα μιας ορθά θεμελιωμένης θεωρίας πεδίου. Παραλείποντας τεχνικές λεπτομέρειες, μπορούμε να πούμε ότι στην QSSC η διαστολή του σύμπαντος προκαλείται από κατανεμημένα κέντρα τοπικής δημιουργίας ή μικροεκρήξεις. Τα κέντρα αυτά βρίσκονται γύρω από πολύ συμπαγή, μεγάλης μάζας αντικείμενα, τα οποία βρίσκονται σε κατάσταση που προσεγγίζει την κατάσταση της μαύρης τρύπας αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι μαύρες τρύπες. Η δημιουργία ύλης διευκολύνεται από την ισχυρή βαρύτητα αυτών των αντικειμένων. Επιπλέον, το πεδίο που μεσολαβεί στη δημιουργία ύλης, την εκτινάσσει με μεγάλη δύναμη, προκαλώντας μια εκρηκτική κατάσταση. Αυτή η διαδικασία θα μπορούσε κάλλιστα να τροφοδοτεί με ενέργεια φαινόμενα όπως οι κβάζαρ, οι ενεργοί πυρήνες γαλαξιών και οι ραδιοπηγές.
Ο αντίκτυπος αυτών των διαδικασιών στην κοσμολογία είναι η διαστολή του σύμπαντος. Ωστόσο, η δραστηριότητα της δημιουργίας ίσως να μη διατηρείται σταθερή και να υπάρχουν αυξομειώσεις, προκαλώντας διακυμάνσεις στη σταθερή διαστολή του σύμπαντος. Όπως φαίνεται στο σχήμα, η διαστολή είναι ημισταθερή, με εναλλασσόμενες περιόδους διαστολής και συστολής, που μοιάζουν με τις αυξομοιώσεις σε μια αναπτυσσόμενη οικονομία. Το ίδιο το σύμπαν δεν έχει αρχή ούτε τέλος, ούτε μεγάλη έκρηξη ούτε μεγάλη σύνθλιψη: συνεχίζει επ’ άπειρον. Δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ανωμαλίας.
Η κοσμολογία αυτή είναι κατά φυσικό τρόπο απαλλαγμένη από το πρόβλημα της ηλικίας. Μπορεί να συνυπάρχουν πολύ γηραιά με πολύ νεαρά άστρα, χωρίς να προκαλούν οποιαδήποτε αμηχανία!
Τα σωματίδια που δημιουργούνται στις μικροεκρήξεις είναι τα ονομαζόμενα σωματίδια Planck, η μάζα των οποίων καθορίζεται από τις τρεις θεμελιώδεις σταθερές c, G, h . Οι ελαφρείς πυρήνες παράγονται ως προϊόντα διάσπασης των σωματιδίων Planck και οι περιεκτικότητές τους, όπως υπολογίζονται από την QSSC, συμφωνούν πολύ ικανοποιητικά με τα δεδομένα των παρατηρήσεων.
Το υπόβαθρο της μικροκυματικής ακτινοβολίας εξηγείται ως κατάλοιπο φωτός που απέμεινε από άστρα προηγούμενων κύκλων. Το μοντέλο προβλέπει σωστά τη σημερινή θερμοκρασία του υποβάθρου.
Πως μπορούμε να διακρίνουμε αυτή την κοσμολογία από την κοσμολογία της μεγάλης έκρηξης; Υπάρχουν λίγοι αποφασιστικής σημασίας έλεγχοι.
(1ον ) Για παράδειγμα, αν παρατηρούμε μερικές πηγές σε προηγούμενη εποχή της QSSC, όταν ο προηγούμενος κύκλος ταλάντωσης βρισκόταν κοντά στη μέγιστη διαστολή του, τότε οι πηγές αυτές θα έπρεπε να παρουσιάζουν μετατόπιση προς το κυανό. Δηλαδή, οι φασματικές γραμμές τους θα αντιστοιχούν σε μεγαλύτερη συχνότητα, σε σύγκριση με τις τιμές του εργαστηρίου. Η εύρεση τέτοιων περιπτώσεων δεν είναι εύκολη, διότι οι υπό μελέτη πηγές θα βρίσκονται πολύ μακριά και θα ήταν αδύνατο να εξηγηθούν στα πλαίσια του καθιερωμένου μοντέλου της μεγάλης έκρηξης.
(2ον ) Άλλη μια ένδειξη που θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε προέρχεται από τα άστρα μικρής μάζας που μόλις έχουν εξελιχθεί σε ερυθρούς γίγαντες. Για παράδειγμα, άστρα με μάζα το ένα δεύτερο της ηλιακής, θα αναλώνουν πολύ αργά το πυρηνικό τους καύσιμο και θα χρειαστούν περίπου 40 με 50 δισεκατομμύρια χρόνια για να μετατραπούν σε γίγαντες. Σύμφωνα με την QSSC, θα μπορούσαμε να ανακαλύψουμε τέτοια άστρα που γεννήθηκαν κατά τον προηγούμενο κύκλο, σε αντίθεση με την κοσμολογία της μεγάλης έκρηξης.
(3ον ) Στην QSSC, η σκοτεινή ύλη δεν χρειάζεται να αποτελείται από «μυστικιστικά» σωματίδια όπως τα WIMP. Αν αποδειχθεί ότι η σκοτεινή ύλη αποτελείται κατά κύριο λόγο από κανονικά σωματίδια (δηλαδή, βαρυονικά), τότε θα αποτελέσει επιχείρημα εναντίον της μεγάλης έκρηξης.

9/9/10

Οι νόμοι της φυσικής δεν είναι σωστοί!

Νέα πειραματικά δεδομένα υποστηρίζουν την άποψη ότι οι νόμοι της φυσικής που ισχύουν στην περιοχή του σύμπαντος που ζούμε δεν είναι ίδιοι με αυτούς που ισχύουν σε μια άλλη απομακρυσμένη περιοχή.
Αυτή η αντιφατική διαπίστωση προέρχεται από μετρήσεις που δείχνουν ότι μια από τις παγκόσμιες σταθερές που χρησιμοποιεί η φυσική  έχει διαφορετικές τιμές σε διαφορετικά μέρη του σύμπαντος!
Άν αυτό είναι σωστό, τότε καταρρίπτεται η αρχή της ισοδυναμίας του Einstein, σύμφωνα με την οποία οι νόμοι της φυσικής είναι παντού οι ίδιοι.
"Αυτή η ανακάλυψη ήταν μεγάλη έκπληξη για όλους" λέει ο John Webb του πανεπιστημίου της νέας νότιας Ουαλίας στην Αυστραλία. Ο Webb ηγείται της ομάδας που δημοσίευσε την εργασία της στο έγκυρο επιστημονικό περιοδικό Physical Review Letters. Ακόμη πιο εκπληκτικό είναι το γεγονός ότι η μεταβολή της σταθεράς εξαρτάται από τον προσανατολισμό, δημιουργώντας μια "προτιμώμενη κατεύθυνση" ή έναν άξονα κατά μήκος του σύμπαντος.
Την ιδέα αυτή απέρριψε πριν από 105 χρόνια από τον Einstein, δημιουργώντας έτσι την ειδική  θεωρία της σχετικότητας.
Στο επίκεντρο αυτής της νέας μελέτης είναι η σταθερά της λεπτής υφής,....
που συμβολίζεται με το ελληνικό άλφα και η τιμή της είναι: α=1/137.
Αυτός ο αριθμός προσδιορίζει την ένταση των αλληλεπιδράσεων μεταξύ ύλης και φωτός.
Πριν από μια δεκαετία, ο Webb χρησιμοποιώντας τις παρατηρήσεις από το τηλεσκόπιο Keck στη Χαβάη, ανέλυσε το φως απομακρυσμένων γαλαξιών που ονομάζονται quasars
Τα δεδομένα απέδειξαν ότι η τιμή της σταθεράς α ήταν ελάχιστα μικρότερη όταν οι quasars εξέπεμπαν φως, το οποίο χρειάστηκε 12 δισεκατομμύρια χρόνια για να φτάσει στα τηλεσκόπια της γης.
Τώρα, χάριν των δεδομένων από το Πολύ Μεγάλο Τηλεσκόπιο (VLT) στη Χιλή, το οποίο βλέπει σε μια διαφορετική περιοχή του ουρανού, ο  Webb θεωρεί ότι η σταθερά α, μεταβάλλεται στον χώρο και όχι στον χρόνο.
Οι μετρήσεις του VLT αποδεικνύουν ότι η τιμή της σταθεράς α είναι ελάχιστα μεγαλύτερη απ' ότι στη γη.
Και στις δυο περιπτώσεις η διαφορά είναι περίπου στο  ένα εκατομμυριοστό της τιμής που έχει στην περιοχή μας.
Επιπλέον, η ανάλυση αποδεικνύει ότι οι μεταβολές δεν είναι τυχαίες αλλά έχουν μια δομή παρόμοια με του ραβδόμορφου μαγνήτη.
Το σύμπαν μοιάζει να έχει μεγαλύτερο α στη μια κατεύθυνση και μικρότερη στην άλλη.
Η γη βρίσκεται κάπου στο μέσο των οριακών τιμών του α.
Ας σημειωθεί ότι στην περιοχή του γαλαξία μας, η σταθερά α έχει ακριβώς την τιμή που επιτρέπει στην  χημεία τη δημιουργία ζωής. Αν η τιμή της σταθεράς προς στιγμήν, αυξανόταν κατά 4% τότε τα άστρα δεν θα μπορούσαν να δημιουργήσουν άνθρακα, κάνοντας έτσι την βιοχημεία αδύνατη.
Ακόμη κι αν τα αποτελέσματα γίνουν αποδεκτά προς δημοσίευση, θα είναι πολύ δύσκολο να γίνουν αποδεκτά από άλλους επιστήμονες, διότι οι νόμοι της φυσικής θα πρέπει να επαναδιατυπωθούν.
Διαβάστε περισσότερα στη διεύθυνση: 
http://www.newscientist.com/article/dn19429-laws-of-physics-may-change-across-the-universe.html