18/9/11

Καντ και σύγχρονη φυσική (μέρος 2ο)

Το πρώτο μέρος βρίσκεται ΕΔΩ. (Πρόκειται για ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Werner Heisenberg, "Φυσική και Φιλοσοφία")
....Όταν παρατηρούμε την εκπομπή ενός σωματιδίου άλφα από τον πυρήνα του ραδίου, δεν ζητάμε αποκλειστικά ένα προηγούμενο φαινόμενο απ’ το οποίο πρέπει να ακολουθεί η εκπομπή σύμφωνα με ένα κανόνα. Λογικά θα ήταν πέρα για πέρα δυνατό να ψάξουμε για ένα τέτοιο προηγούμενο συμβάν. Δεν χρειάζεται να αποθαρρυνθούμε απ’ το γεγονός, πως μέχρι τώρα δεν έχει βρεθεί.
Αλλά γιατί λοιπόν έχει αλλάξει πραγματικά η επιστημονική μέθοδος απ’ τον καιρό του Καντ σ’ αυτό το πολύ θεμελιακό ερώτημα;.....
Στην ερώτηση αυτή μπορεί αν δώσει κανείς δυο δυνατές απαντήσεις.
Η πρώτη είναι: Με τις εμπειρίες, με τα πειράματα φθάσαμε στην πεποίθηση, πως οι νόμοι της θεωρίας των κβάντων είναι σωστοί. Κι αν είναι σωστοί, τότε ξέρουμε, πως δεν υπάρχει κανένα προηγούμενο συμβάν, στο οποίο θάπρεπε να οφείλεται αναγκαστικά η εκπομπή σε μια συγκεκριμένη στιγμή..
Η άλλη δυνατή απάντηση είναι: Γνωρίζουμε πραγματικά τις δυνάμεις στον ατομικό πυρήνα, που είναι υπεύθυνες για την εκπομπή του σωματιδίου α, αλλά η γνώση αυτή περιέχει την απροσδιοριστία, που προέρχεται από την αμοιβαία επίδραση του πυρήνα με τον υπόλοιπο κόσμο. Αν θέλουμε να ξέρουμε το λόγο, γιατί το σωματίδιο α εκπέμπεται σ’ αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή, τότε θάπρεπε να ξέρουμε επιπρόσθετα τη μικροσκοπική κατάσταση ολόκληρου του κόσμου, στον οποίο ανήκουμε κι εμείς οι ίδιοι, κι αυτό σίγουρα είναι αδύνατο. Γι’ αυτό τα επιχειρήματα του Καντ για τον a priori χαρακτήρα του νόμου της αιτιότητας δεν μπορούν πια να εφαρμοστούν.....

Μια παρόμοια συζήτηση θα μπορούσε να κάνει κανείς σχετικά με τον a priori χαρακτήρα των εποπτικών μορφών χώρος και χρόνος. Το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο. Οι a priori παραστάσεις, που ο Καντ θεωρούσε σαν μια αναμφισβήτητη αλήθεια, δεν περιέχονται στο επιστημονικό σύστημα της σύγχρονης φυσικής με την αρχική μορφή τους.
Ωστόσο αποτελούν με μια κάπως διαφορετική σημασία ένα ουσιώδες μέρος αυτού του συστήματος. Στη συζήτηση της ερμηνείας της Κοπεγχάγης για τη θεωρία των κβάντων τονίστηκε πως πρέπει να χρησιμοποιούμε τις κλασικές έννοιες για να περιγράψουμε τις πειραματικές διατάξεις μας ή γενικότερα για να μιλήσουμε για το τμήμα του κόσμου, που δεν ανήκει στο αντικείμενο του πειράματος. Η εφαρμογή των κλασικών αυτών εννοιών, συμπεριλαμβανομένου του χώρου, του χρόνου και του νόμου της αιτιότητας, είναι πραγματικά η προϋπόθεση για την παρατήρηση των ατομικών φαινομένων και μ’ αυτήν την έννοια μπορεί πέρα για πέρα να ονομαστεί a priori. Αυτό που δεν είχε προβλέψει ο Καντ ήταν η δυνατότητα, πως αυτές οι a priori έννοιες μπορεί μεν να είναι η προϋπόθεση για την επιστήμη και ταυτόχρονα ότι δεν έχουν παρά μια περιορισμένη σημασία εφαρμογής.
Όταν εκτελούμε ένα πείραμα, πρέπει να δεχθούμε μια αιτιολογική αλυσίδα από συμβάντα, που από το ατομικό φαινόμενο οδηγεί μέσα από τη συσκευή μας τελικά ως το μάτι του παρατηρητή.
Αν δεν προϋποθέσει κανείς αυτή την αιτιολογική αλυσίδα, δεν μπορεί να μάθει τίποτα για το ατομικό φαινόμενο. Δεν πρέπει όμως στην προκειμένη περίπτωση να ξεχνάμε, πως η κλασική φυσική κι ο νόμος της αιτιότητας κατέχουν ένα περιορισμένο τομέα εφαρμογής. ήταν το θεμελιακό παράδοξο της θεωρίας των κβάντων αυτό που δεν μπόρεσε να προβλέψει ο Καντ. Η σύγχρονη φυσική μετέβαλε την πρόταση του Καντ για τη δυνατότητα συνθετικών κρίσεων a priori από μια μεταφυσική σε μια πρακτική πρόταση. Οι συνθετικές κρίσεις a priori διατηρούν έτσι το χαρακτήρα μιας σχετικής αλήθειας.
Αν ξαναερμηνεύσει κανείς μ’ αυτό τον τρόπο το καντιανό a priori, δεν υπάρχει τότε κανένας λόγος να θεωρούμε σαν «δεδομένα» τις αντιλήψεις μάλλον παρά τα πράγματα.
Ακριβώς όπως στην κλασική φυσική μπορεί τώρα κανείς να μιλάει για τα γεγονότα, που δεν παρατηρούνται, με τον ίδιο τρόπο όπως και για κείνα, που παρατηρούνται. Ο πρακτικός ρεαλισμός είναι έτσι ένα φυσιολογικό συστατικό στοιχείο της νέας ερμηνείας.
Ο ισχυρισμός αυτός, όπως παρατήρησε ο φον Βαϊτζαίκερ, έχει την τυπική αναλογία του στο γεγονός, πως παρά τη χρήση των κλασικών εννοιών σ’ όλα τα πειράματα είναι πέρα για πέρα δυνατή μια μη κλασική συμπεριφορά των ατομικών αντικειμένων. Για τον ατομικό φυσικό το «καθ’ εαυτό πράγμα», αν χρησιμοποιεί καθόλου αυτήν την έννοια, είναι σε τελευταία ανάλυση μια μαθηματική δομή. Αλλά η δομή αυτή, σ’ αντίθεση με τον Καντ, συνάγεται έμμεσα από την εμπειρία. Σ’ αυτή την τροποποιημένη ερμηνεία το καντιανό a priori είναι έμμεσα συνδεμένο με την εμπειρία, εφόσον δημιουργήθηκε με την εξέλιξη της ανθρώπινης σκέψης σ’ ένα πολύ μακρινό παρελθόν.
Με την έννοια αυτού του επιχειρήματος ο βιολόγος Λόρεντς σύγκρινε τις a priori έννοιες με τους τρόπους συμπεριφοράς, που στα ζώα ο χώρος και ο χρόνος διαφέρουν απ’ αυτό που ο Καντ ονομάζει «καθαρές εποπτικές μορφές χώρος και χρόνος» μας. Οι εποπτικές αυτές μορφές μπορεί ν’ ανήκουν στο είδος άνθρωπος, αλλά όχι στον κόσμο ανεξάρτητα απ’ τον άνθρωπο. Όμως ίσως να καταλήξουμε σε υπερβολικά υποθετικές συζητήσεις, αν ακολουθήσουμε αυτό το βιολογικό σχόλιο της λέξης a priori. Αναφέρθηκε εδώ μόνο σαν ένα παράδειγμα για το πώς μπορεί ενδεχόμενα να ερμηνεύσει κανείς την έκφραση «σχετική αλήθεια» σε σχέση με το a priori του Καντ.\Η σύγχρονη φυσική χρησιμοποιήθηκε εδώ σαν ένα παράδειγμα – ή ίσως θα έπρεπε να πούμε καλύτερα σαν ένα μοντέλο – για να εξετάσουμε τα αποτελέσματα μερικών φιλοσοφικών συστημάτων, που φυσικά ήσαν επινοημένα για έναν πολύ πλατύ τομέα. Αυτό που μάθαμε κυρίως από τη φιλοσοφία του Καρτέσιου και του Καντ, μπορεί να διατυπωθεί ίσως με τον ακόλουθο τρόπο:
Όλες οι έννοιες και οι λέξεις, που σχηματίστηκαν στο παρελθόν με το αμοιβαίο παιχνίδι ανάμεσα στον κόσμο και σ’ εμάς τους ίδιους, δεν είναι ορισμένες με πραγματική σαφήνεια όσον αφορά τη σημασία τους. Μ’ αυτό εννοούμε:
δεν ξέρουμε ακριβώς, πόσο μπορούν να μας βοηθήσουν να βρούμε το δρόμο μας μέσα απ’ τον κόσμο. Συχνά ξέρουμε, πως μπορούν να εφαρμοστούν σε μια πολύ πλατειά περιοχή εσωτερικών και εξωτερικών εμπειριών, αλλά δεν ξέρουμε ποτέ με απόλυτη ακρίβεια που βρίσκονται τα όρια της εφαρμοστικότητάς τους. Αυτό ισχύει ακόμα και για τις πιο απλές και πιο γενικές έννοιες, όπως ύπαρξη ή χώρος ή χρόνος. Γι αυτό δεν θα είναι ποτέ δυνατό να φτάσουμε σε μιαν απόλυτη αλήθεια μονάχα με ορθολογική σκέψη.
Οι έννοιες μπορούν βέβαια να ορισθούν με σαφήνεια σε ότι αφορά τη σύνδεσή τους. Πραγματικά αυτό συμβαίνει, όταν οι έννοιες γίνονται τμήμα ενός συστήματος αξιωμάτων και ορισμών, που μπορεί να εκφράσει κανείς χωρίς αντιφάσεις σ’ ένα μαθηματικό σχήμα. Μια τέτοια ομάδα από συνδεδεμένες μεταξύ τους έννοιες είναι δυνατό να εφαρμοστεί σ΄ένα πλατύ πεδίο εμπειριών και μας βοηθάει τότε να βρούμε το δρόμο μας μέσα απ’ αυτό το πεδίο. Αλλά το όριο της εφαρμογής δεν θα είναι γενικά γνωστό, τουλάχιστον πλήρως. Κι αν ακόμα αντιλαμβανόμαστε, ότι η σημασία μιας έννοιας δεν προσδιορίζεται ποτέ με μια απόλυτη ακρίβεια, ορισμένες έννοιες αποτελούν ολοκληρωτικό μέρος των επιστημονικών μεθόδων, αφού παριστούν για την ώρα το τελικό αποτέλεσμα τ ης ανθρώπινης σκέψης στο παρελθόν, και μάλιστα σε ένα παρελθόν πολύ απομακρυσμένο. Ίσως μάλιστα έχουν κληρονομηθεί και με κάθε τρόπο είναι τα απαραίτητα όργανα στη σημερινή επιστημονική έρευνα. Με αυτή την έννοια μπορεί κανείς να τις ονομάσει πρακτικά a priori. Αλλά στο μέλλον, είναι δυνατόν, να ανακαλύψουμε περιορισμούς στην εφαρμογή τους.

Werner Heisenberg, "Φυσική και Φιλοσοφία"
Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις κάλβος σε μετάφραση Δημοσθένη Κούρτοβικ και από τις εκδόσεις Αναγνωστίδη σε μετάφραση Γρ. Λιόνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου