Κατά τη διάρκεια του πολέμου (1939-1944) ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή εργάσθηκε σκληρά κι αυτό οφείλεται εκτός από τη μεγάλη δημιουργική ωριμότητά του και στο γεγονός ότι ήθελε με την εργασία του να τραβήξει τη σκέψη του από τα τραγικά γεγονότα που έβλεπε ή που μάθαινε.
Έγραψε περίπου 17 εργασίες από τις οποίες δημοσίευσε τις 10. Ασχολήθηκε παράλληλα με εκδόσεις ή επανεκδόσεις βιβλίων του. Πολυάριθμα είναι ακόμα τα σύντομα άρθρα που δημοσίευσε και πολυάριθμες οι διαλέξεις που έδωσε κατά την περίοδο αυτή.
Το 1939 άρχισε να μαθαίνει και ολλανδικά, τα οποία τελειοποίησε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα.
Ο καθηγητής H. Tietze σημειώνει:
«Αν και οι χαλεπές στερήσεις των τελευταίων πολεμικών ετών και της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου δεν αγνόησαν ούτε τον Καραθεοδωρή και του άφησαν έντονα ίχνη από το πέρασμά τους, αυτός συνέχισε χωρίς διάλειμμα τις επιστημονικές του έρευνες»
Επιπλέον είχε να φροντίσει την άρρωστη από καρδιά γυναίκα του και τον χτυπημένο από πολιομυελίτιδα γιο του. Η κόρη του Δέσποινα βρισκόταν στην Ταγκανίκα της Αφρικής όπου ήταν εγκατεστημένος ο σύζυγός της. Τον Αύγουστο του 1939 η Δέσποινα με το σύζυγό της Θεόδωρο Σκούταρη και τον ηλικίας έξι μηνών γιο τους επισκέφθηκαν τους γονείς Καραθεοδωρή στο Μόναχο.
Μια φίλη της όμως, που εργαζόταν στο γραφείο ενός γερμανού στρατηγού τη συμβούλευσε να φύγει από τη Γερμανία, διότι επίκειται η κήρυξη πολέμου. Με προτροπή και του Καραθεοδωρή κατέφυγαν το Σεπτέμβριο του 1939 στη Ζυρίχη κι από εκεί στην Αθήνα. Στην Αθήνα η Δέσποινα πρόσφερε τις υπηρεσίες εθελόντριας αδελφής του Ε.Ε.Σ. (κοντά στη Χρυσολωρά), ο δε σύζυγός της επιστρατεύθηκε και πολέμησε στην Αλβανία.......
Το 1941 η Δέσποινα με την οικογένειά της κατέφυγε (με το τελευταίο Convoy που αναχώρησε από την Αθήνα) στην Αφρική. Κατά το διάστημα 1940-1945 μάθαινε νέα για τους γονείς της μέσω του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού.
Όπως καταλαβαίνει ο αναγνώστης, ο Καραθεοδωρή δεν είχε γνωριμίες και επαφές με ανθρώπους της υπαίθρου που θα μπορούσαν να τον προμηθεύσουν με τρόφιμα. Ούτε ήταν δυνατόν αυτός που είχε έναν ανεβασμένο τρόπο σκέψεως να έρθει σε επαφή με τους διάφορους μαυραγορίτες της εποχής του.
Αντιμετώπιζε, όμως τη δύσκολη αυτή ζωή με αξιοπρέπεια και αισιοδοξία προσπαθώντας παράλληλα να δίνει κουράγιο στα αγαπημένα του πρόσωπα.
Ο καθηγητής Wilhelm Suss διηγείτο μετά τον πόλεμο ότι τόσο πολύ απορροφούσαν τον Καραθεοδωρή οι ερευνητικές του εργασίες ώστε πολλές φορές που οι σειρήνες καλούσαν τον άμαχο πληθυσμό στα καταφύγια για να προφυλαχθεί από τους βομβαρδισμούς, αυτός δεν εγκατέλειπε τη δουλειά του, αν και υπήρχε άμεσος κίνδυνος για τη ζωή του.
Μια δυο δε φορές που αναγκάστηκε να πάει σε καταφύγιο δεν σταμάτησε ούτε εκεί να γράφει. Με το ένα χέρι κρατούσε στοργικά τη γυναίκα του και με το άλλο έγραφε... Έγραφε σε ένα περιβάλλον που κάθε άλλο παρά ευχάριστο ήταν. Ο πόλεμος των βομβών μετέτρεψε σε ερείπια σε μεγάλη έκταση το Munchen-Bogenhausen και απειλούσε μέρα και νύχτα το ωραίο σπίτι των Καραθεοδωρή στην οδό Rauch No 8.
Τον Σεπτέμβριο του 1973 ο Δημήτριος Κάππος σε ένα διάλειμμα του «διεθνούς συμποσίου Κ. Καραθεοδωρή» έλεγε στο τότε πρόεδρο της Ε.Μ.Ε. Αριστείδη Πάλλα ότι προκαλούσαν απέραντη θλίψη στον Καραθεοδωρή οι λίγες πληροφορίες που έπαιρνε σχετικά με τα δεινά του ελληνικού λαού στα μαύρα χρόνια της γερμανικής κατοχής.
Στις 14 Φεβρουαρίου 1943, αν και τα ταξίδια ήταν ιδιαίτερα δύσκολα, κατάφερε με πολλούς κόπους, να πάει στο Γκέτιγκεν για να παραστεί στην κηδεία του D. Hilbert. Με μεγάλη συγκίνηση εκφώνησε τον επικήδειο ως εκπρόσωπος των γερμανών μαθηματικών.
Στις 10 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους ο πρύτανις του πανεπιστημίου του Freiburg, Eilhelm Suss κάλεσε τον Καραθεοδωρή, τον οποίο πολύ εκτιμούσε, σε μια τετραήμερη συνάντηση μαθηματικών που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιό του. Καθημερινά, κατά τη διάρκεια των φτωχών γευμάτων που τα διέκοπταν οι βομβαρδισμοί, γίνονταν και ενημερωτικές συζητήσεις για παλιές και νέες θεωρίες, για παλιά και νέα βιβλία.
Γίνονταν ακόμα, ενημερώσεις για τη ζωή και τις εργασίες φίλων μαθηματικών κι από τις δυο πλευρές του μετώπου. Όλες οι συζητήσεις ήταν εμπλουτισμένες με ανέκδοτα για συναδέλφους μαθηματικούς που είχε συλλέξει ο Καραθεοδωρή κατά τη διάρκεια της πολυκύμαντης ζωής του.
Όπως ήταν φυσικό, πολιτικές συζητήσεις δεν γινόντουσαν μια και αυτό ήταν απαγορευμένο, επομένως και επικίνδυνο. Όλοι, όμως με λεπτά υπονοούμενα, εκδήλωναν την αποστροφή τους για το απάνθρωπο, αντιδημοκρατικό και αντιπνευματικό καθεστώς που είχαν επιβάλλει στη χώρα ο Χίτλερ και οι συνεργάτες του.
Τρεις μέρες αργότερα στις 13 Σεπτεμβρίου του 1943, ο Suss οργάνωσε ένα μικρό γλέντι για να εορταστούν, παρέα με τις εκρήξεις από τους βομβαρδισμούς, τα 70 χρόνια του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή. Την επόμενη ημέρα ο Καραθεοδωρή αποχαιρέτησε τους φίλους του για να επιστρέψει στο δοκιμαζόμενο Μόναχο όπου τον περίμεναν η άρρωστη γυναίκα του και ο ανάπηρος γιός του. (Η Ευφροσύνη Καραθεοδωρή έπαθε, από μια καρδιακή προσβολή ημιπληγία, το 1943. Όταν, κατά το 1945, οι βομβαρδισμοί έγιναν σφοδροί και παρατεταμένοι ο Καραθεοδωρή αναγκάστηκε να μεταφέρει τη γυναίκα του στο υπόγειο του σπιτιού, το οποίο διευθέτησε έτσι ώστε να μπορεί να κατοικείται).
Ο καθηγητής Heinrich Behne του Πανεπιστημίου του Munster γράφει σχετικά με την αναχώρηση του Καραθεοδωρή:
«Την ημέρα της αναχωρήσεώς του είχαμε μια ευχάριστη συζήτηση. Του εμπιστεύθηκα ότι θα προσπαθήσω να καταφύγω στην Ελβετία που ήταν η πύλη για τον ελεύθερο κόσμο. Μου ζήτησε να μάθω για την τύχη των φίλων του που βρίσκονταν στην άλλη πλευρά του μεγάλου χάσματος. Μου ευχήθηκε καλό ταξίδι, μου έσφιξε θερμά το χέρι κι ανέβηκε συγκινημένος στο καμουφλαρισμένο παλιό λεωφορείο, Μετά από 10 ημέρες έμαθα ότι κινδύνεψε η ζωή του από έναν σφοδρό βομαβρδισμό....»
Ο Καραθεοδωρή και η οικογένειά του κατόρθωσαν να επιβιώσουν από τον μεγάλο πόλεμο...
ΠΗΓΗ: «Η ζωή και το έργο του Κ. Καραθεοδωρή», Ευάγγελου Σπανδάγου, εκδόσεις Αίθρα.
Έγραψε περίπου 17 εργασίες από τις οποίες δημοσίευσε τις 10. Ασχολήθηκε παράλληλα με εκδόσεις ή επανεκδόσεις βιβλίων του. Πολυάριθμα είναι ακόμα τα σύντομα άρθρα που δημοσίευσε και πολυάριθμες οι διαλέξεις που έδωσε κατά την περίοδο αυτή.
Το 1939 άρχισε να μαθαίνει και ολλανδικά, τα οποία τελειοποίησε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα.
Ο καθηγητής H. Tietze σημειώνει:
«Αν και οι χαλεπές στερήσεις των τελευταίων πολεμικών ετών και της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου δεν αγνόησαν ούτε τον Καραθεοδωρή και του άφησαν έντονα ίχνη από το πέρασμά τους, αυτός συνέχισε χωρίς διάλειμμα τις επιστημονικές του έρευνες»
Επιπλέον είχε να φροντίσει την άρρωστη από καρδιά γυναίκα του και τον χτυπημένο από πολιομυελίτιδα γιο του. Η κόρη του Δέσποινα βρισκόταν στην Ταγκανίκα της Αφρικής όπου ήταν εγκατεστημένος ο σύζυγός της. Τον Αύγουστο του 1939 η Δέσποινα με το σύζυγό της Θεόδωρο Σκούταρη και τον ηλικίας έξι μηνών γιο τους επισκέφθηκαν τους γονείς Καραθεοδωρή στο Μόναχο.
Μια φίλη της όμως, που εργαζόταν στο γραφείο ενός γερμανού στρατηγού τη συμβούλευσε να φύγει από τη Γερμανία, διότι επίκειται η κήρυξη πολέμου. Με προτροπή και του Καραθεοδωρή κατέφυγαν το Σεπτέμβριο του 1939 στη Ζυρίχη κι από εκεί στην Αθήνα. Στην Αθήνα η Δέσποινα πρόσφερε τις υπηρεσίες εθελόντριας αδελφής του Ε.Ε.Σ. (κοντά στη Χρυσολωρά), ο δε σύζυγός της επιστρατεύθηκε και πολέμησε στην Αλβανία.......
Το 1941 η Δέσποινα με την οικογένειά της κατέφυγε (με το τελευταίο Convoy που αναχώρησε από την Αθήνα) στην Αφρική. Κατά το διάστημα 1940-1945 μάθαινε νέα για τους γονείς της μέσω του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού.
Όπως καταλαβαίνει ο αναγνώστης, ο Καραθεοδωρή δεν είχε γνωριμίες και επαφές με ανθρώπους της υπαίθρου που θα μπορούσαν να τον προμηθεύσουν με τρόφιμα. Ούτε ήταν δυνατόν αυτός που είχε έναν ανεβασμένο τρόπο σκέψεως να έρθει σε επαφή με τους διάφορους μαυραγορίτες της εποχής του.
Αντιμετώπιζε, όμως τη δύσκολη αυτή ζωή με αξιοπρέπεια και αισιοδοξία προσπαθώντας παράλληλα να δίνει κουράγιο στα αγαπημένα του πρόσωπα.
Ο καθηγητής Wilhelm Suss διηγείτο μετά τον πόλεμο ότι τόσο πολύ απορροφούσαν τον Καραθεοδωρή οι ερευνητικές του εργασίες ώστε πολλές φορές που οι σειρήνες καλούσαν τον άμαχο πληθυσμό στα καταφύγια για να προφυλαχθεί από τους βομβαρδισμούς, αυτός δεν εγκατέλειπε τη δουλειά του, αν και υπήρχε άμεσος κίνδυνος για τη ζωή του.
Μια δυο δε φορές που αναγκάστηκε να πάει σε καταφύγιο δεν σταμάτησε ούτε εκεί να γράφει. Με το ένα χέρι κρατούσε στοργικά τη γυναίκα του και με το άλλο έγραφε... Έγραφε σε ένα περιβάλλον που κάθε άλλο παρά ευχάριστο ήταν. Ο πόλεμος των βομβών μετέτρεψε σε ερείπια σε μεγάλη έκταση το Munchen-Bogenhausen και απειλούσε μέρα και νύχτα το ωραίο σπίτι των Καραθεοδωρή στην οδό Rauch No 8.
Τον Σεπτέμβριο του 1973 ο Δημήτριος Κάππος σε ένα διάλειμμα του «διεθνούς συμποσίου Κ. Καραθεοδωρή» έλεγε στο τότε πρόεδρο της Ε.Μ.Ε. Αριστείδη Πάλλα ότι προκαλούσαν απέραντη θλίψη στον Καραθεοδωρή οι λίγες πληροφορίες που έπαιρνε σχετικά με τα δεινά του ελληνικού λαού στα μαύρα χρόνια της γερμανικής κατοχής.
Στις 14 Φεβρουαρίου 1943, αν και τα ταξίδια ήταν ιδιαίτερα δύσκολα, κατάφερε με πολλούς κόπους, να πάει στο Γκέτιγκεν για να παραστεί στην κηδεία του D. Hilbert. Με μεγάλη συγκίνηση εκφώνησε τον επικήδειο ως εκπρόσωπος των γερμανών μαθηματικών.
Στις 10 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους ο πρύτανις του πανεπιστημίου του Freiburg, Eilhelm Suss κάλεσε τον Καραθεοδωρή, τον οποίο πολύ εκτιμούσε, σε μια τετραήμερη συνάντηση μαθηματικών που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιό του. Καθημερινά, κατά τη διάρκεια των φτωχών γευμάτων που τα διέκοπταν οι βομβαρδισμοί, γίνονταν και ενημερωτικές συζητήσεις για παλιές και νέες θεωρίες, για παλιά και νέα βιβλία.
Γίνονταν ακόμα, ενημερώσεις για τη ζωή και τις εργασίες φίλων μαθηματικών κι από τις δυο πλευρές του μετώπου. Όλες οι συζητήσεις ήταν εμπλουτισμένες με ανέκδοτα για συναδέλφους μαθηματικούς που είχε συλλέξει ο Καραθεοδωρή κατά τη διάρκεια της πολυκύμαντης ζωής του.
Όπως ήταν φυσικό, πολιτικές συζητήσεις δεν γινόντουσαν μια και αυτό ήταν απαγορευμένο, επομένως και επικίνδυνο. Όλοι, όμως με λεπτά υπονοούμενα, εκδήλωναν την αποστροφή τους για το απάνθρωπο, αντιδημοκρατικό και αντιπνευματικό καθεστώς που είχαν επιβάλλει στη χώρα ο Χίτλερ και οι συνεργάτες του.
Τρεις μέρες αργότερα στις 13 Σεπτεμβρίου του 1943, ο Suss οργάνωσε ένα μικρό γλέντι για να εορταστούν, παρέα με τις εκρήξεις από τους βομβαρδισμούς, τα 70 χρόνια του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή. Την επόμενη ημέρα ο Καραθεοδωρή αποχαιρέτησε τους φίλους του για να επιστρέψει στο δοκιμαζόμενο Μόναχο όπου τον περίμεναν η άρρωστη γυναίκα του και ο ανάπηρος γιός του. (Η Ευφροσύνη Καραθεοδωρή έπαθε, από μια καρδιακή προσβολή ημιπληγία, το 1943. Όταν, κατά το 1945, οι βομβαρδισμοί έγιναν σφοδροί και παρατεταμένοι ο Καραθεοδωρή αναγκάστηκε να μεταφέρει τη γυναίκα του στο υπόγειο του σπιτιού, το οποίο διευθέτησε έτσι ώστε να μπορεί να κατοικείται).
Ο καθηγητής Heinrich Behne του Πανεπιστημίου του Munster γράφει σχετικά με την αναχώρηση του Καραθεοδωρή:
«Την ημέρα της αναχωρήσεώς του είχαμε μια ευχάριστη συζήτηση. Του εμπιστεύθηκα ότι θα προσπαθήσω να καταφύγω στην Ελβετία που ήταν η πύλη για τον ελεύθερο κόσμο. Μου ζήτησε να μάθω για την τύχη των φίλων του που βρίσκονταν στην άλλη πλευρά του μεγάλου χάσματος. Μου ευχήθηκε καλό ταξίδι, μου έσφιξε θερμά το χέρι κι ανέβηκε συγκινημένος στο καμουφλαρισμένο παλιό λεωφορείο, Μετά από 10 ημέρες έμαθα ότι κινδύνεψε η ζωή του από έναν σφοδρό βομαβρδισμό....»
Ο Καραθεοδωρή και η οικογένειά του κατόρθωσαν να επιβιώσουν από τον μεγάλο πόλεμο...
ΠΗΓΗ: «Η ζωή και το έργο του Κ. Καραθεοδωρή», Ευάγγελου Σπανδάγου, εκδόσεις Αίθρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου